Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2016

Blues Pills – Lady in Gold (2016) Blues, soul, hard rock


Οι Blues Pills λοξοδρομούν, ίσως προσωρινά. Αναμένουμε το live.
Το ομώνυμο “Lady in Gold” που κυκλοφόρησε πριν το άλμπουμ, έκανε εντύπωση με την πλούσια παραγωγή του καθώς και με την εντυπωσιακή φωνή της Elin. Μέχρι εκεί όμως γιατί οι απώλειες του ήχου τους, σε σχέση με το ντεμπούτο ήταν πολλαπλάσιες. Εμπορικό songwriting, η κιθάρα στο background, αχρείαστα γυναικεία backing vocals και πολλά πλήκτρα. Καλό τραγουδάκι, αλλά τραγουδάκι…
Το “Little Boy Preacher” ως δεύτερο single ακολουθεί την ίδια ακριβώς συνταγή (Soul-Black Keys για κορίτσια) και έχουν αρχίσει να με ζώνουν τα φίδια. Όταν εντέλει άκουσα ολόκληρο το δίσκο, με περίμεναν και άλλες δυσάρεστες αλλά και (ευτυχώς) ευχάριστες εκπλήξεις. Μια από τις τελευταίες η τραγουδάρα “Burned Out”, το καλύτερο τραγούδι του δίσκου που χαρακτηρίζεται από την cool εισαγωγή και την δυνατή riffάρα, συνοδευόμενη διακριτικά από τα πλήκτρα. Εναλλαγές στο ρυθμό και μια Elin που μας “παίζει” ψηλά και χαμηλά. Ώπα, το γυρίζουμε το παιχνίδι λέω από μέσα μου (2-1 και πάμε για ισοφάριση). Και όντως (προσωρινά) το γυρίσαμε αλλά με ένα τρόπο που δεν το περίμενα. Το “I felt a change” είναι μια απογυμνωμένη soul-αλά Adelle (!), μπαλάντα. Άκρως επιτυχημένο το πείραμα και ακόμα πιο ενδιαφέρον το ότι “ενώνεται” με το “Gone so long” όπου και πάλι η κιθάρα κάνει το θαύμα της, ενώ στο τέλος οι φωνητικές γραμμές της Elin είναι εξωπραγματικές! Και έτσι, μόλις συμπληρώνεται αυτή η μαγική τριάδα, το υπόλοιπο άλμπουμ, με εξαίρεση το riff του “You gotta try” είναι άγευστο. Ακόμη και η διασκευή στο “Elements and things” του Tony Joe White (την οποία συμπεριλαμβάνουν στις ζωντανές τους εμφανίσεις) ακούγεται απλά συμπαθητική και γυαλισμένη.
Οι Blues Pills ίσως και με την προσταγή της εταιρείας τους, εμπορευματοποίησαν τον ήχο τους με αποτέλεσμα ένα άνισο άλμπουμ, που θα μας αφήσει με την περιέργεια για τον ποιο δρόμο τελικά θα ακολουθήσουν. Ίσως τελικά η προσδοκία να επηρέασε την κρίση μου και να ήμουν λιγάκι αυστηρός. Ίσως τα παιδιά να κουράστηκαν από τις συνεχείς περιοδείες και να «ξεπέταξαν» το κομμάτι της σύνθεσης, ποντάροντας απλά στην πολύ καλή παραγωγή και ενορχήστρωση του δίσκου.
Αυτά που δεν χωράνε αμφισβήτηση είναι ότι  ο προ διετίας ντεμπούτο δίσκος τους είναι αριστούργημα και ότι στο επόμενo live θα είμαστε εκεί, όπως και το 2015!
 

6/10


Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2016

Black Mountain – IV (2016) Psychedelic rock, indie

Το Μαύρο Βουνό επιστρέφει μετά από έξι χρόνια απραξίας και ένα μέτριο (indie) δίσκο. Η τελευταία τους ομώνυμη δημιουργία κυκλοφόρησε το 2010 και δεν είχε καμία σχέση με τα δυο πρωτοπόρα ψυχεδελοντούμ άλμπουμ τους, που είχαν προηγηθεί.
Η Καναδέζικη παρέα είχε επισκεφθεί τη χώρα μας σε ένα ενδιαφέρον live (δυστυχώς δεν τα είχα καταφέρει να τους δω).
Και η μεγάλη επιστροφή είναι γεγονός. Επιστρέφοντας στις ρίζες τους με μια παραγωγή όνειρο, δίνουν πλέον μεγάλη σημασία στην ατμόσφαιρα και μοιράζουν επιτυχώς τα φωνητικά μεταξύ Stephen Mcbean και Amber Webber.
Με τα νέα τους τραγούδια επιτυγχάνουν να συνδυάσουν rock attitude και μεγαλειώδης ψυχεδελικές στιγμές. Ο μεγάλος πρωταγωνιστής, πέραν των φωνητικών της Amber Webber (γενικότερα όπως θα ξέρετε ήδη, έχω θέμα με τα καλά γυναικεία φωνητικά), είναι τα πλήκτρα και η συμμετοχή τους στα τραγούδια με τέτοιο τρόπο που να θυμίζουν το ύφος των τεράστιων Pink Floyd. Ω ναι, οι Pink Floyd είναι η βασική τους επιρροή εδώ πέρα και είναι τεράστια επιτυχία τους ότι καταφέρνουν να σταθούν άξιοι συνεχιστές του ήχου τους.
Η εισαγωγή με το 9λεπτο επιβλητικό “Mothers of the sun” δεν προϊδεάζει για τη συνέχεια. Το κομμάτι είναι βέβαια υπέροχο και συνδυάζει μια επαναλαμβανόμενη riffara, με την ψυχεδέλεια, ενώ τα φωνητικά εναλλάσσονται αρμονικά.
Το “Florian Saucer Attack” είναι το μόνο up tempo τραγούδι του άλμπουμ και ακούγεται σα σάουντρακ 80΄s ταινίας του Ed Wood (αν είχε κάνει ποτέ).
Με το “Defector” τα πράγματα σοβαρεύουν επικίνδυνα με τον ρυθμό και τις φωνητικές γραμμές να θυμίζουν επικίνδυνα “The Wall”. Ο Roger Waters σίγουρα θα είναι περήφανος με τέτοιους μαθητές. Το “You can dream” σας καλεί να ονειρευτείτε στο χάσιμο των space πλήκτρων του, ενώ το “ Constellations” είναι σα να παίχτηκε το riff του “The Wild Flower” των The Cult, από τους Uncle Acid and the Deadbeats ( ίδιο riff, διαφορετικού τύπου τραγουδάρα).
Με το “Live Them all up” θα λυγίσετε, αφού την ακουστική εισαγωγή θα διαδεχθεί άλλη μια εξυψωτική στιγμή που θυμίζει “The Wall”.
Και φτάνουμε στο φινάλε όπου εναλλάσσονται δύο όμορφα τραγούδια (“Cemetery breeding” και “Crucify Me”), με πολύ όμορφες μελωδίες, με τα δύο τραγούδια που αποτελούν τους θεμέλιους λίθους του άλμπουμ. Τα “Over and Over, The Chain” και “Space To Bakersfield” έχουν διάρκεια εννιά λεπτά έκαστο και έχουν περιορισμένα φωνητικά που περιλαμβάνουν σύντομους στίχους. Η μουσική τους όμως προσφέρεται για βαθείς στοχασμούς και ταξιδιάρικες αναπολήσεις, με τα πλήκτρα να κλέβουν την παράσταση στο πρώτο και το solo της κιθάρας να μας αποτελειώνει στο δεύτερο.
Άρτια, σύγχρονη ψυχεδελική rock.



9/10